- υποσημειώνω
- υποσημείωσα, υποσημειώθηκα, υποσημειωμένος1. γράφω υποσημειώσεις κάτω από το κείμενο της σελίδας.2. το μέσ., υποσημειώνομαι υπογράφω, βάζω την υπογραφή μου (κάτω από επιστολή ή από άλλο κείμενο).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.